- επιστρεπτικός
- ἐπιστρεπτικός, -ή, -όν (AM) [επιστρέφω]αυτός που έχει τη δύναμη να επιστρέψει, να αλλάξει κατεύθυνση2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιστρεπτικόναλλαγή κατεύθυνσης, επιστροφήμσν.αυτός που συντελεί ώστε να μετανοήσει κάποιος («ἔνθα μὲν φίλος ἐλέγχει, ἐκεῑ πάντως καὶ ἡδὺς ὁ ἔλεγχος καί... ἐπιστρεπτικός», Ευστ.).
Dictionary of Greek. 2013.